- διαγινώσκω
- διαγῑνώσκω pass.1 be distinguished διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν a chorus of Keans speaks Pae. 4.22
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
διαγινώσκω — διαγιγνώσκω know one from the other pres subj act 1st sg (ionic) διαγιγνώσκω know one from the other pres ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγιγνώσκω — (AM διαγιγνώσκω Μ και διαγινώσκω) 1. συμπεραίνω 2. εξετάζω ασθενή και καθορίζω την ασθένειά του, κάνω διάγνωση αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω κάτι επακριβώς 3. δικάζω 4. αποφασίζω 5. αποφασίζω με κλήρο ή με… … Dictionary of Greek